- σκανδαλιά
- η озорство, (детская) шалость;
κάνω σκανδαλιές — шалить, озорничать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κάνω σκανδαλιές — шалить, озорничать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκανταλιά — και σκανδαλιά, η, Ν [σκάνταλο / σκάνδαλο] πράξη που χαρακτηρίζεται από έλλειψη τάξης ή πειθαρχίας, αταξία, απειθαρχία («τα παιδιά κάνουν πολλές σκανταλιές») … Dictionary of Greek